- ἐπίχειρον
- ἐπίχειρονarmneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίχειρον — ἐπίχειρον, τὸ (Α) βλ. επίχειρα, τα … Dictionary of Greek
'πίχειρον — ἐπίχειρον , ἐπίχειρον arm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχείρω — ἐπίχειρον arm neut nom/voc/acc dual ἐπίχειρον arm neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχείρου — ἐπίχειρον arm neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχείρῳ — ἐπίχειρον arm neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίχειρα — τα (AM ἐπίχειρα, τὰ Α και ἐπίχειρον, τὸ) η πληρωμή που λαβαίνει κάποιος για το κακό που έπραξε, ποινή, τιμωρία για κάτι (α. «τα επίχείρα τής κακίας του» β. «τοιαῡτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης τἀπίχειρα γίγνεται» γ. «τῆς προπετείας πικρά κομίζονται… … Dictionary of Greek
υ — (I) το, ΝΜΑ γλωσσ. βλ. ύψιλον νεοελλ. φυσ. σύμβολο τής ταχύτητας. (II) και με ψίλωση ὐ Α πρόθ. (κυπρ. τ.) επί. [ΕΤΥΜΟΛ. Κυπριακός τ. πρόθεσης και προρρηματικού, ισοδύναμος τού ἐπί, ο οποίος ανάγεται σε ΙΕ τ. *ūd «προς τα πάνω» και στη συνέχεια… … Dictionary of Greek
ՅԱՆԴԳՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0324 Chronological Sequence: 5c, 12c գ. τόλμη, θρασύς, τὸ ἑπιχείρον audacia, arrogantia, praesumtio, temeritas ὀρμή, ὄρμημα impetus προπέτεια praecipitantia, petulantia եւն. Յանդուգն գոլ. եւ յանդուգն կամ անխորհուրդ բան եւ գործ. անչափ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
'πίχειρα — ἐπίχειρα , ἐπίχειρα arm neut nom/voc/acc pl ἐπίχειρα , ἐπίχειρον arm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀπίχειρα — ἐπίχειρα , ἐπίχειρα arm neut nom/voc/acc pl ἐπίχειρα , ἐπίχειρον arm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)